ακροσχιδής

ακροσχιδής
ἀκροσχιδής (-οῡς), -ὲς (Α)
αυτός που είναι σχισμένος, χωρισμένος στα άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -σχιδὴς < σχίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκροσχιδῆ — ἀκροσχιδής cloven at the end neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκροσχιδής cloven at the end masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκροσχιδής cloven at the end masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροσχιδέσιν — ἀκροσχιδής cloven at the end masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροσχιδέστερα — ἀκροσχιδής cloven at the end neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασχιδής — ές (Α ἀσχιδής, ές) 1. (για φύλλα) μη σχισμένος, άσχιστος 2. (για ζώα) ο μη δίχηλος, αυτός του οποίου οι χηλές των ποδιών δεν χωρίζονται σε δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής)] …   Dictionary of Greek

  • δεκασχιδής — ές ο διαιρεμένος ή σχισμένος σε δέκα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής, πολυσχιδής)] …   Dictionary of Greek

  • διασχιδής — διασχιδής, ές (Α) χωρισμένος στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”